Απολογισμοί Υπευθυνότητας: Βελτιώνονται και ενισχύονται (Β' μέρος)

preloader

(συνέχεια άρθρου)

Η αύξηση του ενδιαφέροντος

Σε μεγάλο βαθμό η εδραίωση της πρακτικής της Λογοδοσίας Αειφορίας οφείλεται στην όλο και μεγαλύτερη ανάγκη των ενδιαφερόμενων μερών για περισσότερη διαφάνεια από την πλευρά των επιχειρήσεων. Δεν είναι τυχαίο πως σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας έκδοσης του Κοινωνικού Βαρόμετρου «ΑSBI» της MEDA Communication, το 16,7% των πολιτών αναφέρει πως οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα σήμερα θα πρέπει να είναι διαφανείς στις επιχειρηματικές λειτουργίες και πρακτικές τους.

Παράλληλα, όσον αφορά τις πηγές που εμπιστεύονται περισσότερο οι πολίτες για την ενημέρωσή τους σχετικά με το κατά πόσον ένα προϊόν ή μια εταιρεία είναι περιβαλλοντικά και κοινωνικά υπεύθυνα/η, το 4,5% αναφέρει τους Απολογισμούς Βιωσιμότητας ή Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης των εταιρειών σε μια σαφή ένδειξη πως η Λογοδοσία Αειφορίας έχει αρχίσει να αφορά και να ενδιαφέρει μεγαλύτερο αριθμό ατόμων. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την ενσωμάτωση στοιχείων επίδοσης σχετικά με τη βιωσιμότητα στους οικονομικούς απολογισμούς των επιχειρήσεων εισηγμένων στο χρηματιστήριο, η αντίδραση από βασικά ενδιαφερόμενα μέρη όπως οι επενδυτές, είναι έντονη.

Το ζήτημα της νομοθεσίας
Σε αυτό το πλαίσιο, όπως σημειώνεται και σε σχετική πρόσφατη μελέτη της ICAP, όλο και περισσότερες κυβερνήσεις και χρηματιστηριακές αγορές εξετάζουν το ενδεχόμενο της νομοθετημένης υποχρέωσης εκπόνησης Απολογισμών Βιωσιμότητας, επιχειρώντας να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες απαιτήσεις των ενδιαφερόμενων μερών. Καθώς η έκδοση Απολογισμών Βιωσιμότητας αποτελεί βασικό συστατικό της εταιρικής διακυβέρνησης, το θέμα νομιμοποίησής της εξετάζεται από διάφορες ρυθμιστικές αρχές διεθνώς, με κάποιες χώρες να έχουν ήδη κάνει το σχετικό βήμα. Είναι σαφές, άλλωστε, ότι τα ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά έκδοσης Απολογισμών Αειφορίας, που παρατηρούνται σε ορισμένες χώρες (π.χ. Γαλλία, Δανία, Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και Ινδονησία ) οφείλονται και στη νομική υποχρέωση των μεγάλων εταιρειών (από την κυβέρνηση, τα χρηματιστήρια κλπ.) για τη δημοσίευση εκθέσεων αναφοράς για την Εταιρική Ευθύνη. Η Δανία (1997) ήταν η πρώτη χώρα που εισήγαγε νομοθεσία για υποχρεωτική έκδοση Απολογισμών Βιωσιμότητας. Ακολούθησαν και άλλες χώρες όπως οι Σουηδία, Αυστραλία, Αυστρία, Καναδάς, Κίνα, Γαλλία, Γερμανία, Ινδονησία, Ιταλία, Μαλαισία, Ολλανδία, Νορβηγία, Πορτογαλία και Ηνωμένο Βασίλειο.

 

Το μέλλον στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα, η υφιστάμενη νομοθεσία δεν επιβάλλει στις επιχειρήσεις να εκδίδουν Απολογισμούς Βιωσιμότητας, δεν αναφέρεται στην ποιότητα του περιεχομένου των απολογισμών ούτε υποχρεώνει τη χρήση συγκεκριμένου προτύπου ή/και εξωτερικού ελέγχου. Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, η ελληνική νομοθεσία καλύπτει διακριτούς τομείς της ΕΚΕ, όπως υγιεινή και ασφάλεια, ανθρώπινα δικαιώματα και συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Η μόνη σχετική νομοθεσία είναι η μεταφορά της Ευρωπαϊκής Οδηγίας Εκσυγχρονισμού (2003/52/EC) στο Εθνικό Δίκαιο με το Νόμο 3487/06. Η νομοθεσία αυτή θεσμοθετεί υπέρ της διαφάνειας και του ελέγχου των εταιρικών οικονομικών δεδομένων και υποχρεώνει οργανισμούς εισηγμένους στο χρηματιστήριο να δημοσιοποιούν τους κινδύνους που συνδέονται με τα πάγια στοιχεία του ενεργητικού, ενώ επίσης υποχρεώνει τις ρυθμιστικές αρχές να αξιολογήσουν τους αναφερόμενους αυτούς κινδύνους.
Τα πράγματα, όμως αλλάζουν και στη χώρα μας και σε συνδυασμό με τα μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης που υπάρχουν για τις πρακτικές ΕΚΕ στην ελληνική επιχειρηματική σκηνή, μάλλον επιτρέπει την πρόβλεψη πως οι Απολογισμοί ΕΚΕ πρόκειται να αυξηθούν και να βελτιωθούν περαιτέρω τα επόμενα χρόνια. Τις εξελίξεις σε μεγάλο βαθμό αναμένεται να καθορίσει η Οδηγία στην οποία κατέληξαν -με καθοριστική συμβολή της Ελληνικής Προεδρίας- το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που υποχρεώνει μεγάλες εταιρείες και τους επιχειρηματικούς ομίλους να δημοσιοποιούν στο εξής, εκτός από τους ισολογισμούς τους, και στοιχεία Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης. Τέτοια στοιχεία σχετίζονται με τη δραστηριότητά τους στους τομείς της προστασίας του περιβάλλοντος, της κοινωνικής πολιτικής, της καταπολέμησης της διαφθοράς και της δωροδοκίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου, καθώς και σχετικά με την ηλικία, το φύλο, το μορφωτικό επίπεδο και τα επαγγελματικά προσόντα των μελών των οργάνων διοίκησής τους.
Με την οδηγία αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση εκσυγχρονίζει το νομοθετικό της πλαίσιο για την ενίσχυση της διαφάνειας και λογοδοσίας εταιρειών δημοσίου συμφέροντος που απασχολούν περισσότερους από 500 εργαζομένους και οι οποίες υπολογίζονται σε περίπου 6000 σε ολόκληρη την Ε.Ε. Ως εταιρείες δημοσίου συμφέροντος ορίζονται οι εισηγμένες σε χρηματιστήρια, οι τράπεζες, οι ασφαλιστικές εταιρείες, καθώς και όσες έχουν σημαντικό δημόσιο ρόλο εξαιτίας του μεγέθους του κύκλου των εργασιών τους και του εταιρικού τους κύρους. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των νέων κανόνων, αλλά υπάρχει η ελπίδα πως η εν λόγω οδηγία θα οδηγήσει σε εκκίνηση μιας συζήτησης σε εθνικό επίπεδο αναφορικά με την ευρύτερη υιοθέτηση της πρακτικής έκδοσης Απολογισμών Βιωσιμότητας, ειδικά μεταξύ των ΜμΕ.
Μια συζήτηση που κατά τη γνώμη μας έχει ήδη ξεκινήσει με τη σημαντική προσπάθεια της ανάπτυξης Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την ΕΚΕ από τη Γενική Γραμματεία Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης μέσα από διαδικασίες δημόσιας διαβούλευσης και αξιοποίησης της εμπειρίας των ειδικών του χώρου. Η διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής για την ΕΚΕ, αν και έχει τύχει των συνηθισμένων «ελληνικού τύπου» καθυστερήσεων και επηρεάζεται σαφώς και από τις πολιτικές εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος, αποτελεί οπωσδήποτε βήμα προς την κατεύθυνση αυτή και σίγουρα θα συμβάλλει σημαντικά και στην ανάπτυξη σε κάθε επίπεδο της Λογοδοσίας Αειφορίας στην Ελλάδα.


*Το παρόν αποτελεί αναδημοσίευση από το τεύχος 49 του περιοδικού CSR Review.

 

Το Κέντρο Βιώσιμης Επιχειρηματικότητας Εξέλιξη, ως μέλος του Ομίλου Πειραιώς ο οποίος έχει πρωτοστατήσει στην Ελλάδα σε προγράμματα περιβαλλοντικής διαχείρισης,  έχει την απαραίτητη τεχνογνωσία προκειμένου να συνεισφέρει στην ανάπτυξη αποτελεσματικών συστημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης σε όσες επιχειρήσεις ενδιαφέρονται.